Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zoppìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tsopˈpia], [dzopˈpia]

κούτσαμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zoppaggine zoppicante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zootecnico (ουσ αρσ )
zootecnico (επίθ.)
zootoca (θηλ.ουσ)
zootomia (θηλ.ουσ)
zoppaggine (θηλ.ουσ)
zoppia (θηλ.ουσ)
zoppicante (επίθ.)
zoppicare (ρ.αμτβ.)
zoppiconi (επίρ.)
zoppo (ουσ αρσ )
zoppo (επίθ.)
Zoroastro (κύρ.όν. αρσ.)
zoticaggine (θηλ.ουσ)
zotichezza (θηλ.ουσ)
zotico (ουσ αρσ )
zotico (επίθ.)
zoticone (ουσ αρσ )
zucca (θηλ.ουσ)
zuccaia (θηλ.ουσ)
zuccata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---