Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrìpoli
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtripoli] 1 αποσαθρωμένο πέτρωμα 2 άμμος με διάτομα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |