Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telefònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [teleˈfɔniko]

τηλεφωνικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  telefonicamente telefonino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cabina [θηλ.] telefonica = ο τηλεφωνικός θάλαμος || elenco [αρσ.] telefonico = ο τηλεφωνικός κατάλογος || prefisso [αρσ.] telefonico = ο τηλεφωνικός κωδικός || scheda [θηλ.] telefonica = η τηλεκάρτα || segreteria [θηλ.] telefonica = ο αυτόματος τηλεφωνιτής || ufficio [αρσ.] telefonico = το τηλεφωνείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

telefilm (ουσ αρσ )
telefonare (ρ.αμτβ.)
telefonata (θηλ.ουσ)
telefonia (θηλ.ουσ)
telefonicamente (επίρ.)
telefonico (επίθ.)
telefonino (ουσ αρσ )
telefonista (ουσ αρσ και θηλ.)
telefono (ουσ αρσ )
telefotografia (θηλ.ουσ)
telefotografico (επίθ.)
telefotometria (θηλ.ουσ)
telefotometro (ουσ αρσ )
telegenico (επίθ.)
telegiornale (ουσ αρσ )
telegrafare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
telegrafia (θηλ.ουσ)
telegraficamente (επίρ.)
telegrafico (επίθ.)
telegrafista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---