Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtàccola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtakkola] 1 ελάττωμα 2 καλιακούδα 3 κουρούνα Corvus monedula 4 κάργα 5 κουσούρι 6 ψεγάδι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |