Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sùbbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsubbjo]

μαδέρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subbiare subbuglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subartico (επίθ.)
subasta (θηλ.ουσ)
subatomico (επίθ.)
subbia (θηλ.ουσ)
subbiare (ρ. μτβ.)
subbio (ουσ αρσ )
subbuglio (ουσ αρσ )
subcontinente (ουσ αρσ )
subcontrarietà (θηλ.ουσ)
subcontrario (επίθ.)
subcorticale (επίθ.)
subcosciente (ουσ αρσ )
subcosciente (επίθ.)
subcoscienza (θηλ.ουσ)
subdelegare (ρ. μτβ.)
subdelegazione (θηλ.ουσ)
subdesertico (επίθ.)
subdolamente (επίρ.)
subdolo (επίθ.)
subeconomato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---