Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subappàlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [subapˈpalto]

1 υπεργολαβία
2 σύμβαση υποκατασκευαστική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subappaltatore subappenninico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subalterno (ουσ αρσ )
subalterno (επίθ.)
subantartico (επίθ.)
subappaltare (ρ. μτβ.)
subappaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
subappalto (ουσ αρσ )
subappenninico (επίθ.)
subartico (επίθ.)
subasta (θηλ.ουσ)
subatomico (επίθ.)
subbia (θηλ.ουσ)
subbiare (ρ. μτβ.)
subbio (ουσ αρσ )
subbuglio (ουσ αρσ )
subcontinente (ουσ αρσ )
subcontrarietà (θηλ.ουσ)
subcontrario (επίθ.)
subcorticale (επίθ.)
subcosciente (ουσ αρσ )
subcosciente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---