Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


subaltèrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [subalˈtɛrno]

1 υπαξιωματικός
2 υφιστάμενος

subaltèrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [subalˈtɛrno]

1 κατώτερος σε ιεραρχία
2 κατώτερος
3 υποδεέστερος
4 υποτελής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  subalpino subantartico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

subaffitto (ουσ αρσ )
subaffittuario (ουσ αρσ )
subagente (ουσ αρσ και θηλ.)
subagenzia (θηλ.ουσ)
subalpino (επίθ.)
subalterno (ουσ αρσ )
subalterno (επίθ.)
subantartico (επίθ.)
subappaltare (ρ. μτβ.)
subappaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
subappalto (ουσ αρσ )
subappenninico (επίθ.)
subartico (επίθ.)
subasta (θηλ.ουσ)
subatomico (επίθ.)
subbia (θηλ.ουσ)
subbiare (ρ. μτβ.)
subbio (ουσ αρσ )
subbuglio (ουσ αρσ )
subcontinente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---