Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsubàcqueo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [suˈbakkweo] ο βατραχάνθρωπος subàcqueo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [suˈbakkweo] υποβρύχιος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmuta [θηλ.] subacquea = η στολή κατάδυσης Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |