Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


staffilàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [staffiˈlata]

1 καμτσικιά
2 πολύ δυνατό σουτ
3 χτύπημα με μαστίγιο
4 μαστίγωση
5 φραγγέλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  staffilare staffilatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

staffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
staffetta (θηλ.ουσ)
staffettista (ουσ αρσ και θηλ.)
staffiere (ουσ αρσ )
staffilare (ρ. μτβ.)
staffilata (θηλ.ουσ)
staffilatore (ουσ αρσ )
staffile (ουσ αρσ )
stafilino (επίθ.)
stafilococcia (θηλ.ουσ)
stafilococcico (επίθ.)
stafiloma (ουσ αρσ )
stafisagria (θηλ.ουσ)
stage (ουσ αρσ )
stagflazione (θηλ.ουσ)
staggiare (ρ. μτβ.)
staggio (ουσ αρσ )
stagionale (ουσ αρσ και θηλ.)
stagionale (επίθ.)
stagionare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---