Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstaccàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stakˈkato] 1 στακάτο 2 παίξιμο κοφτό ή ασυνεχές (για νότες) staccàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stakˈkato] 1 παιγμένος κοφτά ή ασυνεχώς 2 κοφτός ή ασυνεχής (για νότες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |