Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


staccàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stakˈkare]

1 ξεπροβάλλω
2 σταματώ τη δουλειά
3 ξεχωρίζω
4 διακρίνομαι

staccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [stakˈkare]

1 (cose incollate) ξεκολλώ, αποσπώ
2 (pagine) σχίζω
3 (presa) βγάζω

staccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [stakˈkarsi]

1 (di cose incollate) ξεκολλώ
2 (bottone) ξηλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  staccamento staccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stabulazione (θηλ.ουσ)
stacanovismo (ουσ αρσ )
stacanovista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
staccabile (επίθ.)
staccamento (ουσ αρσ )
staccare (ρ.αμτβ.)
staccare (ρ. μτβ.)
staccarsi (ρ.μ. (αντων.))
staccato (ουσ αρσ )
staccato (επίθ.)
stacciaio (ουσ αρσ )
stacciare (ρ. μτβ.)
stacciata (θηλ.ουσ)
stacciatura (θηλ.ουσ)
staccio (ουσ αρσ )
staccionata (θηλ.ουσ)
stacco (ουσ αρσ )
stadera (θηλ.ουσ)
staderaio (ουσ αρσ )
stadia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---