Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottoscrittóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sottoskritˈtore]

1 ανάδοχος χρηματιστηριακής ένταξης νέας εταιρείας
2 συνδρομητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottoscritto sottoscrivere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottordine (ουσ αρσ )
sottoregno (ουσ αρσ )
sottoscala (ουσ αρσ )
sottoscapolare (επίθ.)
sottoscritto (αρσ. επίθ και ουσ)
sottoscrittore (ουσ αρσ )
sottoscrivere (ρ.αμτβ.)
sottoscrivere (ρ. μτβ.)
sottoscrizione (θηλ.ουσ)
sottosegretariato (ουσ αρσ )
sottosegretario (ουσ αρσ )
sottosezione (θηλ.ουσ)
sottosistema (ουσ αρσ )
sottosopra (επίθ.)
sottosopra (επίρ.)
sottospecie (θηλ.ουσ)
sottosquadro (ουσ αρσ )
sottossido (ουσ αρσ )
sottostante (επίθ.)
sottostare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---