Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottospècie  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sottosˈpɛʧe]

1 κατώτερο είδος (σκωπτικά)
2 υποείδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottosopra sottosquadro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottosegretario (ουσ αρσ )
sottosezione (θηλ.ουσ)
sottosistema (ουσ αρσ )
sottosopra (επίθ.)
sottosopra (επίρ.)
sottospecie (θηλ.ουσ)
sottosquadro (ουσ αρσ )
sottossido (ουσ αρσ )
sottostante (επίθ.)
sottostare (ρ.αμτβ.)
sottostazione (θηλ.ουσ)
sottosterzante (επίθ.)
sottosterzata (θηλ.ουσ)
sottosterzo (επίθ.)
sottostruttura (θηλ.ουσ)
sottosuolo (ουσ αρσ )
sottosviluppato (αρσ. επίθ και ουσ)
sottosviluppo (ουσ αρσ )
sottotenente (ουσ αρσ )
sottotetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---