Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sottosviluppàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sottozvilupˈpato]

1 καθυστερημένος οικονομικά
2 τριτοκοσμικός
3 υπανάπτυκτος
4 υποανάπτυκτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sottosuolo sottosviluppo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sottosterzante (επίθ.)
sottosterzata (θηλ.ουσ)
sottosterzo (επίθ.)
sottostruttura (θηλ.ουσ)
sottosuolo (ουσ αρσ )
sottosviluppato (αρσ. επίθ και ουσ)
sottosviluppo (ουσ αρσ )
sottotenente (ουσ αρσ )
sottotetto (ουσ αρσ )
sottotipo (ουσ αρσ )
sottotitolo (ουσ αρσ )
sottovalutare (ρ. μτβ.)
sottovalutazione (θηλ.ουσ)
sottovaso (ουσ αρσ )
sottoveste (θηλ.ουσ)
sottovia (ουσ αρσ και θηλ.)
sottovoce (επίρ.)
sottovuoto (επίθ.)
sottraendo (ουσ αρσ )
sottrarre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---