ItalianoGreco


solforatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [solforaˈtriʧe]

1 εργαλείο γεωργικό για θειάφισμα
2 θειαφιστήρι
3 συσκευή θειαφίσματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---