Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolfonazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [solfonatˈtsjone] εισαγωγή της σουλφονικής ρίζας (SO_3H) σε αρωματικό υδρογονάνθρακα με επίδραση θειικού οξέως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |