Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smisuratézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zmizuraˈtettsa]

1 το αχανές
2 το άπειρο
3 ιδιότητα του απεριόριστου
4 απεραντότητα
5 ιδιότητα του τεραστίου
6 έλλειψη μέτρου
7 αχανής ποσότητα
8 απεραντοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smisuratamente smisurato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sminuzzolarsi (ρ.μ. (αντων.))
smirne (θηλ.ουσ)
smistamento (ουσ αρσ )
smistare (ρ. μτβ.)
smisuratamente (επίρ.)
smisuratezza (θηλ.ουσ)
smisurato (επίθ.)
smithsonite (θηλ.ουσ)
smitizzare (ρ. μτβ.)
smitizzazione (θηλ.ουσ)
smobiliare (ρ. μτβ.)
smobiliato (επίθ.)
smobilitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smobilitazione (θηλ.ουσ)
smobilizzare (ρ. μτβ.)
smobilizzo (ουσ αρσ )
smoccolare (ρ.αμτβ.)
smoccolare (ρ. μτβ.)
smoccolatoio (ουσ αρσ )
smoccolatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---