Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsmoccolàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [zmokkoˈlare] 1 βλασφημώ 2 καταριέμαι 3 βλαστημώ smoccolàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zmokkoˈlare] κόβω καύτρα κεριού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |