Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smoccolatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zmokkolaˈtojo]

1 κηροσβέστης
2 κόφτης καύτρας κεριού
3 σβηστήρι κεριών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smoccolare smoccolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smobilitazione (θηλ.ουσ)
smobilizzare (ρ. μτβ.)
smobilizzo (ουσ αρσ )
smoccolare (ρ.αμτβ.)
smoccolare (ρ. μτβ.)
smoccolatoio (ουσ αρσ )
smoccolatura (θηλ.ουσ)
smodatamente (επίρ.)
smodato (επίθ.)
smoderatamente (επίρ.)
smoderatezza (θηλ.ουσ)
smog (ουσ αρσ )
smoking (ουσ αρσ )
smonacare (ρ. μτβ.)
smonacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smontabile (επίθ.)
smontaggio (ουσ αρσ )
smontare (ρ.αμτβ.)
smontare (ρ. μτβ.)
smontarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---