ItalianoGreco


slanciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zlanˈʧato]

1 ψιλός
2 καλλίγραμμος
3 λυγερός
4 αδύνατος
5 λεπτοκαμωμένος
6 λεπτός
7 κοντυλένιος
8 λεπτόσωμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---