Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slàlom  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzlalom]

το σλάλομ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sladinatura slalomista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


slalom [αρσ. άκλ.] gigante = το γιγάντιο σλάλομ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slacciare (ρ. μτβ.)
slacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slacciato (επίθ.)
sladinare (ρ. μτβ.)
sladinatura (θηλ.ουσ)
slalom (ουσ αρσ )
slalomista (ουσ αρσ και θηλ.)
slanciamento (ουσ αρσ )
slanciare (ρ. μτβ.)
slanciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slanciato (επίθ.)
slancio (ουσ αρσ )
slang (ουσ αρσ )
slargamento (ουσ αρσ )
slargare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slargarsi (ρ.μ. (αντων.))
slargatura (θηλ.ουσ)
slargo (ουσ αρσ )
slatinare (ρ.αμτβ.)
slattamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---