Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόslattaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zlattaˈmento] 1 αποκοπή 2 αποθηλασμός 3 απογαλακτισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |