Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


slattaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zlattaˈmento]

1 αποκοπή
2 αποθηλασμός
3 απογαλακτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  slatinare slattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

slargare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slargarsi (ρ.μ. (αντων.))
slargatura (θηλ.ουσ)
slargo (ουσ αρσ )
slatinare (ρ.αμτβ.)
slattamento (ουσ αρσ )
slattare (ρ. μτβ.)
slavato (επίθ.)
slavatura (θηλ.ουσ)
slavina (θηλ.ουσ)
slavismo (ουσ αρσ )
slavista (ουσ αρσ και θηλ.)
slavistica (θηλ.ουσ)
slavizzare (ρ. μτβ.)
slavizzazione (θηλ.ουσ)
slavo (ουσ αρσ )
slavo (επίθ.)
slavofilismo (ουσ αρσ )
slavofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
slavofobo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---