Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsitibóndo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sitiˈbondo] 1 διψαλέος 2 τσουρουφλισμένος από δίψα 3 διψασμένος 4 νεροκαμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |