Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sizigiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [siddziˈʤale]

ο της συζυγίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sizigia skai  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

situazionale (επίθ.)
situazione (θηλ.ουσ)
siviera (θηλ.ουσ)
Siviglia (κύρ.όν. θηλ.)
sizigia (θηλ.ουσ)
sizigiale (επίθ.)
skai (ουσ αρσ )
skateboard (ουσ αρσ )
skating (ουσ αρσ )
sketch (ουσ αρσ )
skilift (ουσ αρσ )
skipper (ουσ αρσ και θηλ.)
slabbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slabbrarsi (ρ.μ. (αντων.))
slabbratura (θηλ.ουσ)
slacciare (ρ. μτβ.)
slacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
slacciato (επίθ.)
sladinare (ρ. μτβ.)
sladinatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---