Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sìstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsistro]

αρχαίο αιγυπτιακό όργανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sistolico sitibondo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sistemista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sistilo (επίθ.)
sistola (θηλ.ουσ)
sistole (θηλ.ουσ)
sistolico (επίθ.)
sistro (ουσ αρσ )
sitibondo (επίθ.)
sito (ουσ αρσ )
sito (επίθ.)
sitologia (θηλ.ουσ)
sitologo (ουσ αρσ )
situare (ρ. μτβ.)
situato (επίθ.)
situazionale (επίθ.)
situazione (θηλ.ουσ)
siviera (θηλ.ουσ)
Siviglia (κύρ.όν. θηλ.)
sizigia (θηλ.ουσ)
sizigiale (επίθ.)
skai (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---