Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simmetrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [simmeˈtria]

1 συμμετρικότητα
2 ευρυθμία
3 αρμονία
4 αναλογία
5 συμμετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simmetallismo simmetricamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

similitudine (θηλ.ουσ)
similmente (επίρ.)
similoro (ουσ αρσ )
similpelle (θηλ.ουσ)
simmetallismo (ουσ αρσ )
simmetria (θηλ.ουσ)
simmetricamente (επίρ.)
simmetrico (επίθ.)
simonia (θηλ.ουσ)
simoniaco (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatetico (επίθ.)
simpatia (θηλ.ουσ)
simpaticamente (επίρ.)
simpaticità (θηλ.ουσ)
simpatico (ουσ αρσ )
simpatico (επίθ.)
simpaticotonia (θηλ.ουσ)
simpaticotonico (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatizzante (ουσ αρσ )
simpatizzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---