ItalianoGreco


similitùdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [similiˈtudine]

1 ομοιογένεια
2 ομοιομορφία
3 ταυτότητα ή κοινότητα μορφής ή γνωρισμάτων
4 μοιάσιμο
5 ομοιότητα
6 παρομοίωση
7 αναλογία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---