Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


similitùdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [similiˈtudine]

1 ομοιογένεια
2 ομοιομορφία
3 ταυτότητα ή κοινότητα μορφής ή γνωρισμάτων
4 μοιάσιμο
5 ομοιότητα
6 παρομοίωση
7 αναλογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simile similmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Simeone (κύρ.όν. αρσ.)
simico (επίθ.)
similare (επίθ.)
similarità (θηλ.ουσ)
simile (επίθ.)
similitudine (θηλ.ουσ)
similmente (επίρ.)
similoro (ουσ αρσ )
similpelle (θηλ.ουσ)
simmetallismo (ουσ αρσ )
simmetria (θηλ.ουσ)
simmetricamente (επίρ.)
simmetrico (επίθ.)
simonia (θηλ.ουσ)
simoniaco (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatetico (επίθ.)
simpatia (θηλ.ουσ)
simpaticamente (επίρ.)
simpaticità (θηλ.ουσ)
simpatico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---