Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simpatizzànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [simpatidˈdzante]

πρόσωπο διακείμενο φιλικά

simpatizzànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [simpatidˈdzante]

συμπαθών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simpaticotonico simpatizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simpaticità (θηλ.ουσ)
simpatico (ουσ αρσ )
simpatico (επίθ.)
simpaticotonia (θηλ.ουσ)
simpaticotonico (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatizzante (ουσ αρσ )
simpatizzante (επίθ.)
simpatizzare (ρ.αμτβ.)
simplesso (ουσ αρσ )
simplex (ουσ αρσ )
simpodiale (επίθ.)
simpodio (ουσ αρσ )
simposio (ουσ αρσ )
simulacro (ουσ αρσ )
simulare (ρ. μτβ.)
simulatamente (επίρ.)
simulato (επίθ.)
simulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
simulatorio (επίθ.)
simulazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---