Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsimpatizzànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [simpatidˈdzante] πρόσωπο διακείμενο φιλικά simpatizzànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [simpatidˈdzante] συμπαθών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |