Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sicòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [siˈkɔzi]

χρόνια ασθένεια των αδένων τριχοφυΐας (ειδικά της γενειάδας) με σχηματισμό βλατίδων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  siconio siculo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

siciliano (επίθ.)
siclo (ουσ αρσ )
sicofante (ουσ αρσ και θηλ.)
sicomoro (ουσ αρσ )
siconio (ουσ αρσ )
sicosi (θηλ.ουσ)
siculo (ουσ αρσ )
siculo (επίθ.)
sicumera (θηλ.ουσ)
sicura (θηλ.ουσ)
sicuramente (επίρ.)
sicurezza (θηλ.ουσ)
sicuro (επίθ.)
sicurtà (θηλ.ουσ)
sidecar (ουσ αρσ )
siderale (επίθ.)
sidereo (επίθ.)
siderite (θηλ.ουσ)
siderolite (θηλ.ουσ)
siderosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---