Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sicurézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sikuˈrettsa]

η ασφάλεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sicuramente sicuro  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cassetta [θηλ.] di sicurezza = η ασφαλιστική θυρίδα || cintura [θηλ.] di sicurezza = η ζώνη ασφαλείας || dispositivo [αρσ.] di sicurezza = ο μηχανισμός ασφαλείας || distanza [θηλ.] di sicurezza = η απόσταση ασφαλείας || norme [θηλ. πλυθ.] di sicurezza = οι κανόνες [m.] ασφάλειας || scala [αρσ.] di sicurezza = η σκάλα κινδύνου || uscita [θηλ.] di sicurezza = η έξοδος κινδύνου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

siculo (ουσ αρσ )
siculo (επίθ.)
sicumera (θηλ.ουσ)
sicura (θηλ.ουσ)
sicuramente (επίρ.)
sicurezza (θηλ.ουσ)
sicuro (επίθ.)
sicurtà (θηλ.ουσ)
sidecar (ουσ αρσ )
siderale (επίθ.)
sidereo (επίθ.)
siderite (θηλ.ουσ)
siderolite (θηλ.ουσ)
siderosi (θηλ.ουσ)
siderurgia (θηλ.ουσ)
siderurgico (ουσ αρσ )
siderurgico (επίθ.)
siderurgista (ουσ αρσ και θηλ.)
sidro (ουσ αρσ )
siemens (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---