Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsicùro
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [siˈkuro] σίγουρος, ασφαλής permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere al sicuro = είμαι ασφαλής || mettere al sicuro = βάζω σε ασφαλές μέρος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |