ItalianoGreco


sgommàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgomˈmare]

γίνομαι σκληρός από πολυκαιρία (για λάστιχα αυτοκινήτου)

sgommàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgomˈmare]

1 αφαιρώ λάστιχα αυτοκινήτου
2 βγάζω κόλλα
3 αφαιρώ το κόμμι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---