Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgoménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zgoˈmento] 1 τρόμος 2 πανικός sgoménto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zgoˈmento] 1 φοβισμένος 2 περίτρομος 3 πανικόβλητος 4 τρομοκρατημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |