Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgoménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zgoˈmento]

1 τρόμος
2 πανικός

sgoménto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zgoˈmento]

1 φοβισμένος
2 περίτρομος
3 πανικόβλητος
4 τρομοκρατημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgomentarsi sgominare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgombrare (ρ. μτβ.)
sgombro (ουσ αρσ )
sgombro (επίθ.)
sgomentare (ρ. μτβ.)
sgomentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgomento (ουσ αρσ )
sgomento (επίθ.)
sgominare (ρ. μτβ.)
sgomitolare (ρ. μτβ.)
sgomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgommare (ρ.αμτβ.)
sgommare (ρ. μτβ.)
sgommato (επίθ.)
sgommatura (θηλ.ουσ)
sgonfiamento (ουσ αρσ )
sgonfiare (ρ.αμτβ.)
sgonfiare (ρ. μτβ.)
sgonfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgonfiato (επίθ.)
sgonfiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---