Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgomentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgomenˈtare]

1 πανικοβάλλω
2 προκαλώ πανικό
3 εξουθενώνω
4 φοβίζω
5 καταπτοώ
6 πτοώ
7 καταταράζω

sgomentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zgomenˈtarsi]

1 κατατρομάζω
2 κιοτεύω
3 τρομοκρατούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgombro sgomento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgombraneve (ουσ αρσ )
sgombrare (ρ.αμτβ.)
sgombrare (ρ. μτβ.)
sgombro (ουσ αρσ )
sgombro (επίθ.)
sgomentare (ρ. μτβ.)
sgomentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgomento (ουσ αρσ )
sgomento (επίθ.)
sgominare (ρ. μτβ.)
sgomitolare (ρ. μτβ.)
sgomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgommare (ρ.αμτβ.)
sgommare (ρ. μτβ.)
sgommato (επίθ.)
sgommatura (θηλ.ουσ)
sgonfiamento (ουσ αρσ )
sgonfiare (ρ.αμτβ.)
sgonfiare (ρ. μτβ.)
sgonfiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---