Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfogàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfoˈgare]

1 ξεσπώ
2 ανακουφίζομαι
3 βρίσκω διέξοδο

sfogàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfoˈgare]

1 αφήνω ελεύθερη ροή
2 αφήνω να ξεσπάσει
3 εκβάλλω (για ποτάμι)
4 δίνω διέξοδο
5 αμολάω

sfogarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sfoˈgarsi]

ξεσπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfoderato sfogatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfocio (ουσ αρσ )
sfoderamento (ουσ αρσ )
sfoderare (ρ. μτβ.)
sfoderato (επίθ.)
sfogare (ρ.αμτβ.)
sfogare (ρ. μτβ.)
sfogarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfogatoio (ουσ αρσ )
sfoggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfoggio (ουσ αρσ )
sfoglia (θηλ.ουσ)
sfogliare (ρ. μτβ.)
sfogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfogliata (θηλ.ουσ)
sfogliatella (θηλ.ουσ)
sfogliatrice (θηλ.ουσ)
sfogliatura (θηλ.ουσ)
sfogo (ουσ αρσ )
sfolgoramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---