Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfógo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfogo]

1 ξεθύμασμα
2 ξέσπασμα
3 αεραγωγός εξαερισμού
4 εξάνθημα
5 τόπος πώλησης προὶόντων
6 αγορά
7 τρύπα
8 οπή
9 άνοιγμα
10 διαφυγή
11 δίοδος
12 διέξοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfogliatura sfolgoramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfogliata (θηλ.ουσ)
sfogliatella (θηλ.ουσ)
sfogliatrice (θηλ.ουσ)
sfogliatura (θηλ.ουσ)
sfogo (ουσ αρσ )
sfolgoramento (ουσ αρσ )
sfolgorante (επίθ.)
sfolgorare (ρ.αμτβ.)
sfolgorio (ουσ αρσ )
sfollagente (ουσ αρσ )
sfollamento (ουσ αρσ )
sfollare (ρ.αμτβ.)
sfollare (ρ. μτβ.)
sfollato (ουσ αρσ )
sfollato (επίθ.)
sfoltimento (ουσ αρσ )
sfoltire (ρ. μτβ.)
sfoltirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfoltita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---