Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfollàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlare]

1 σκορπίζομαι (για πλήθος)
2 ξεκουμπίζομαι (για πρόσωπο)
3 διασκορπίζομαι (για φύλλα)

sfollàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfolˈlare]

1 διαλύω πλήθος
2 αδειάζω
3 εκκενώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfollamento sfollato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfolgorante (επίθ.)
sfolgorare (ρ.αμτβ.)
sfolgorio (ουσ αρσ )
sfollagente (ουσ αρσ )
sfollamento (ουσ αρσ )
sfollare (ρ.αμτβ.)
sfollare (ρ. μτβ.)
sfollato (ουσ αρσ )
sfollato (επίθ.)
sfoltimento (ουσ αρσ )
sfoltire (ρ. μτβ.)
sfoltirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfoltita (θηλ.ουσ)
sfoltitrice (θηλ.ουσ)
sfondamento (ουσ αρσ )
sfondare (ρ.αμτβ.)
sfondare (ρ. μτβ.)
sfondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfondato (ουσ αρσ )
sfondato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---