Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfociàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfoˈʧare]

1 αδειάζω
2 έχω σαν αποτέλεσμα
3 ρέω
4 εκβάλλω (για ποταμό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfociamento sfocio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfizio (ουσ αρσ )
sfocare (ρ. μτβ.)
sfocato (επίθ.)
sfocatura (θηλ.ουσ)
sfociamento (ουσ αρσ )
sfociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfocio (ουσ αρσ )
sfoderamento (ουσ αρσ )
sfoderare (ρ. μτβ.)
sfoderato (επίθ.)
sfogare (ρ.αμτβ.)
sfogare (ρ. μτβ.)
sfogarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfogatoio (ουσ αρσ )
sfoggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfoggio (ουσ αρσ )
sfoglia (θηλ.ουσ)
sfogliare (ρ. μτβ.)
sfogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfogliata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---