Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfocatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfokaˈtura]

1 κακά εστιασμένη φωτογραφία
2 θολούρα
3 θαμπάδα
4 ασάφεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfocato sfociamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfittarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfitto (επίθ.)
sfizio (ουσ αρσ )
sfocare (ρ. μτβ.)
sfocato (επίθ.)
sfocatura (θηλ.ουσ)
sfociamento (ουσ αρσ )
sfociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfocio (ουσ αρσ )
sfoderamento (ουσ αρσ )
sfoderare (ρ. μτβ.)
sfoderato (επίθ.)
sfogare (ρ.αμτβ.)
sfogare (ρ. μτβ.)
sfogarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfogatoio (ουσ αρσ )
sfoggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfoggio (ουσ αρσ )
sfoglia (θηλ.ουσ)
sfogliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---