ItalianoGreco


sfioritùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfjoriˈtura]

1 κατάπτωση
2 ζούριασμα
3 μάρανση
4 μαράγκιασμα
5 μαρασμός
6 μάραμα
7 μαράζωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---