Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfiguràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfiguˈrato]

1 στραβοχυμένος
2 παρασούσουμος
3 παραμορφωμένος
4 δύσμορφος
5 κακοφτιαγμένος
6 κακόσχημος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfigurare sfilaccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfigmografo (ουσ αρσ )
sfigmogramma (ουσ αρσ )
sfigmomanometro (ουσ αρσ )
sfigurare (ρ.αμτβ.)
sfigurare (ρ. μτβ.)
sfigurato (επίθ.)
sfilaccia (θηλ.ουσ)
sfilacciare (ρ. μτβ.)
sfilacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfilacciato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfilacciatrice (θηλ.ουσ)
sfilacciatura (θηλ.ουσ)
sfilamento (ουσ αρσ )
sfilare (ρ.αμτβ.)
sfilare (ρ. μτβ.)
sfilarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfilata (θηλ.ουσ)
sfilatino (ουσ αρσ )
sfilatura (θηλ.ουσ)
sfilettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---