Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfilàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfiˈlata]

1 (militare) η στρατιωτική παρέλαση
2 (di moda) η επίδειξη μόδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfilarsi sfilatino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sfilata [θηλ.] di moda = η επίδειξη μόδας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfilacciatura (θηλ.ουσ)
sfilamento (ουσ αρσ )
sfilare (ρ.αμτβ.)
sfilare (ρ. μτβ.)
sfilarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfilata (θηλ.ουσ)
sfilatino (ουσ αρσ )
sfilatura (θηλ.ουσ)
sfilettare (ρ. μτβ.)
sfilza (θηλ.ουσ)
sfinge (θηλ.ουσ)
sfingeo (επίθ.)
sfinimento (ουσ αρσ )
sfinire (ρ. μτβ.)
sfinirsi (ρ.μ. (αντων.))
sfinitezza (θηλ.ουσ)
sfinito (επίθ.)
sfintere (ουσ αρσ )
sfinterico (επίθ.)
sfioccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---