ItalianoGreco


sferràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sferˈrare]

1 αφαιρώ δεσμά
2 εξαπολύω
3 αφαιρώ τα πέταλα αλόγου
4 ξεπεδικλώνω (ζώο)

sferrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sferˈrarsi]

1 ορμώ
2 εξαπολύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---