Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsferragliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sferraʎʎaˈmento] 1 πλατάγισμα 2 πλαταγισμός 3 κροτάλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |