Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sferragliàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sferraʎˈʎare]

1 πλαταγίζω
2 κουρταλώ
3 κροταλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sferragliamento sferrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sferisterio (ουσ αρσ )
sferoidale (επίθ.)
sferoide (ουσ αρσ )
sferometro (ουσ αρσ )
sferragliamento (ουσ αρσ )
sferragliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sferrare (ρ. μτβ.)
sferrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sferratura (θηλ.ουσ)
sferza (θηλ.ουσ)
sferzante (επίθ.)
sferzare (ρ. μτβ.)
sferzata (θηλ.ουσ)
sfiaccolare (ρ.αμτβ.)
sfiammare (ρ.αμτβ.)
sfiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfiancato (επίθ.)
sfiatamento (ουσ αρσ )
sfiatare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---