Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfarfallaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sfarfallaˈmento] 1 τζόγος (μηχανικών εξαρτημάτων) 2 παίξιμο (μηχανικού μέρους) 3 έξοδος από το κουκούλι 4 τρεμοπαίξιμο (ειδώλου σε οθόνη) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |