Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfàrzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsfartso], [ˈsfardzo] 1 πολυτέλεια 2 μεγαλείο 3 λαμπρότητα 4 χλιδή 5 μεγαλοπρέπεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |