Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sèttuplo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛttuplo]

εφταπλάσια ποσότητα

sèttuplo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛttuplo]

1 εφταπλάσιος
2 εφταπλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  settuplicare severamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

settorialismo (ουσ αρσ )
settuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
settuagesima (θηλ.ουσ)
settuagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
settuplicare (ρ. μτβ.)
settuplo (ουσ αρσ )
settuplo (επίθ.)
severamente (επίρ.)
severità (θηλ.ουσ)
severo (επίθ.)
sevizia (θηλ.ουσ)
seviziare (ρ. μτβ.)
seviziatore (ουσ αρσ )
sevo (ουσ αρσ )
sexy (επίθ.)
sezionale (επίθ.)
sezionamento (ουσ αρσ )
sezionare (ρ. μτβ.)
sezionatore (ουσ αρσ )
sezione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---