Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


serpìgine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [serˈpiʤine]

τριχοφυτίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serpentino serpiginoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serpentesco (επίθ.)
serpentiforme (επίθ.)
serpentina (θηλ.ουσ)
serpentino (ουσ αρσ )
serpentino (επίθ.)
serpigine (θηλ.ουσ)
serpiginoso (επίθ.)
serpillo (ουσ αρσ )
serpollino (ουσ αρσ )
serqua (θηλ.ουσ)
serra (θηλ.ουσ)
serradadi (ουσ αρσ )
serrafila (ουσ αρσ και θηλ.)
serrafilo (ουσ αρσ )
serraforme (ουσ αρσ )
serraggio (ουσ αρσ )
serraglio (ουσ αρσ )
serrame (ουσ αρσ )
serramentista (ουσ αρσ και θηλ.)
serramenti (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---