ItalianoGreco


serpentìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [serpenˈtino]

1 σερπαντίνα
2 σερπεντίνης (ορυκτό)

serpentìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [serpenˈtino]

1 λεπτός και ευλύγιστος
2 ελισσόμενος σπειροειδώς
3 οφιοειδής
4 φιδίσιος
5 φιδωτός
6 φιδένιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---